- κλιμάκιον
- κλῑμάκιον , κλιμάκιονhneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλιμάκιο — το (AM κλιμάκιον) [κλίμαξ] νεοελλ. 1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση 2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια τού κόμματος») 3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά… … Dictionary of Greek
ՍԱՆԴՂԱՄԱՏՆ — (տին, տունք, տանց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: 11c, 13c գ. κλιμάκιον lignum in scala transversum, gradus. Իւրաքանչիւր աստիճան սանդղոց՝ որպէս մատն մատն. ... *Առաջին աստիճանն եւ սանդղամատն՝ խոնարհութիւնն է, զոր հոգւով աղքատութիւն կոչէ. Վրդն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κλιμακίοις — κλῑμακίοις , κλιμάκιον h neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίου — κλῑμακίου , κλιμάκιον h neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίων — κλῑμακίων , κλιμάκιον h neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίῳ — κλῑμακίῳ , κλιμάκιον h neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμάκια — κλῑμάκια , κλιμάκιον h neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)